- αδελφάτο(ν)
- το комитет, правление (благотворительного общества и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδελφάτο — το συμβούλιο που διευθύνει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα: Το αδελφάτο του Δημοτικού Νοσοκομείου έκρινε αναγκαίες ορισμένες τροποποιήσεις του εσωτερικού κανονισμού του ιδρύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφάτο — Κατά την τουρκοκρατία, έτσι ονομαζόταν η παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, κρασί, τυρί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ ένα ποσό ή της χάριζε ένα κτήμα. Σήμερα, α. ονομάζεται η επιτροπή… … Dictionary of Greek
Ροσέτι — (Rossetti). Όνομα αγγλικής οικογένειας καλλιτεχνών, ιταλικής καταγωγής. 1. Κριστίνα Τζορτζίνα (1830 – 1894). Ποιήτρια, αδελφή του προηγούμενου. Ασχολήθηκε με την ποίηση από νεαρή ηλικία. Τα ποιήματά της εκφράζουν τη βαθύτατη θρησκευτικότητά της… … Dictionary of Greek